Μια κατεστημένη άποψη θέλει την Μέση Ανατολή μια απέραντη ομοιογενή θάλασσα του Ισλάμ με πανομοιότυπη κοινωνική οργάνωση, ιεραρχίες και σχέσεις. Αυτή η άποψη αν και βολεύει όσους επιθυμούν να προωθήσουν θρησκευτικές συγκρούσεις και να υψώσουν πολιτιστικά συρματοπλέγματα απέχει από την πραγματικότητα. Η Μέση Ανατολή είναι ακόμη και σήμερα σε πείσμα των αιματηρών συγκρούσεων και των προσφυγικών ρευμάτων ένα εξαιρετικό μωσαϊκό από εθνότητες και θρησκείες.
Οι χριστιανικές κοινότητες στη Μέση Ανατολή είναι οργανωμένες σε τέσσερις ομάδες εκκλησιών. Η πρώτη αποτελείται από τα ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, και της Ιερουσαλήμ. Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν εκείνες οι εκκλησίες που ακολουθούν τη συριακή λειτουργική παράδοση και προέρχονται από τις ιστορικές θεολογικές μάχες του πέμπτου αιώνα γύρω από τη διάκριση μεταξύ της θεϊκής και της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, δηλαδή η Εκκλησία της Ανατολής, η Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία , η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, η Αιθιοπική και η Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία. Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες που δημιουργήθηκαν από εσωτερικές διαμάχες και αδυναμίες της δεύτερης ομάδας και τέθηκαν υπό την επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας κατά την οθωμανική περίοδο. Η τέταρτη ομάδα είναι αυτή των Ευαγγελικών και Αγγλικανικών Εκκλησιών που και διαφόρων Προτεσταντικών, Πρεσβυτεριανών και Λουθηρανικών Εκκλησιών.
Η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων και Ασσυρίων από τους Νεότουρκους, η προσφυγική έξοδος χιλιάδων Χριστιανών από την ιστορική Παλαιστίνη και τον Λίβανο αποτέλεσαν ισχυρά πλήγματα στον θρησκευτικό πλουραλισμό και την ιστορική φυσιογνωμία της Μέσης Ανατολής. Σε αυτά προστέθηκε η δημογραφική κάμψη και η μετανάστευση των χριστιανικών πληθυσμών σε αντίθεση με τον αλματώδη ρυθμό πληθυσμιακής ανάπτυξης του μουσουλμανικού στοιχείου. Οι λόγοι για αυτήν την κάμψη πρέπει να αναζητηθούν στον μικροαστικό και αστικό χαρακτήρα των χριστιανικών κοινοτήτων που ακολουθούσε νεωτερικά οικογενειακά πρότυπα (γονείς και δύο παιδιά) καθώς και στις ιδιαίτερες μορφωτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές σχέσεις που διατηρούσαν οι κοινότητες αυτές με την Ευρώπη και την Αμερική. Ας σημειώσουμε ότι το 1914 στην περιοχή που περιλαμβάνει σήμερα τη Συρία, το Λίβανο, Ισραήλ/Παλαιστίνη και την Ιορδανία, το 26,4 % του πληθυσμού ήταν Χριστιανοί, ενώ το 2015 μόλις το 8%, είχε πέσει δηλαδή στο ποσοστό των Χριστιανών πριν από πέντε αιώνες.
Ένα καίριο χτύπημα δόθηκε με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και την κατάρρευση του κράτους στη Συρία. Επτακόσιες χιλιάδες Χριστιανοί περίπου το ήμισυ του χριστιανικού πληθυσμού του Ιράκ έφυγε από την χώρα μετά την αμερικανική εισβολή, όταν το χάος που δημιουργήθηκε και οι εθνοθρησκευτικές συγκρούσεις σουνιτών, σιιτών και Κούρδων άφησε του Χριστιανούς στο έλεος της βίας και της καταστροφής. Αντίστοιχα στη Συρία ο εμφύλιος μείωσε κατά το ήμισυ σχεδόν τους Χριστιανούς της Συρίας από 10% σε 5% του συνολικού πληθυσμού το 2016. Αυτό σημαίνει ότι η φυγή των Χριστιανών είναι περίπου διπλάσια των άλλων εθνοθρησκευτικών ομάδων, των οποίων τα ποσοστά στον πληθυσμό παραμένουν σχετικά σταθερά.
Οι λόγοι που τόσο στο Ιράκ όσο και στη Συρία οι Χριστιανοί αποτελούν τον εύκολο στόχο και το θύμα των αντιμαχόμενων ομάδων είναι τρεις. Πρώτον, ακολουθώντας ουσιαστικά μια οθωμανική παράδοση, στήριξαν την ασφάλεια, την θρησκευτική ελευθερία και την ανάπτυξή τους στην σχέση τους με το κράτος/καθεστώς. Ουσιαστικά οι χριστιανικές θρησκευτικές ηγεσίες διαμόρφωσαν μια συναντίληψη με το καθεστώς για τα πολιτικά/κοινωνικά ζητήματα με αντάλλαγμα την θρησκευτική ελευθερία και την κοινωνική ανάπτυξη των κοινοτήτων τους. Η ύπαρξη των μπααθικών καθεστώτων σε Συρία και Ιράκ και ο ημι-κοσμικός χαρακτήρας τους διευκόλυνε την στρατηγική αυτή, πολλώ δε μάλλον που Χριστιανοί είχαν συμμετάσχει στην θεωρητική και ιδεολογική συγκρότηση των κινημάτων του λεγόμενου αραβικού σοσιαλισμού και της αραβικής Αριστεράς. Δεύτερον, εν μέρει απόρροια του προηγουμένου, οι Χριστιανοί στην Συρία και το Ιράκ, σε αντίθεση με τους Μαρωνίτες του Λιβάνου, δεν είχαν παράδοση ένοπλων οργανώσεων σε θρησκευτική βάση, όπως οι Δρούζοι ή οι Αλεβίτες. Τρίτον, πολύ σημαντικό, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε τον 19ο αιώνα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Χριστιανοί της Μέσης Ανατολής δεν έχουν διεθνή προστασία και συμμάχους είτε μεταξύ των μεγάλων διεθνών δυνάμεων είτε μεταξύ των περιφερειακών δυνάμεων. Αντιθέτως τόσο οι σουνίτες όσο και οι σιίτες μουσουλμάνοι απολαμβάνουν, ιδιαίτερα μετά την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, την βοήθεια και τη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας και της της Τουρκίας για τους πρώτους και του Ιράν για τους δεύτερους.
Οι αραβικές εξεγέρσεις του 2011 αποτέλεσαν μια νέα πρόκληση για τις χριστιανικές κοινότητες στη Μέση Ανατολή. Διαμόρφωσαν νέες στρατηγικές επιβίωσης και πολιτικής συμμετοχής στις κοινωνίες τους. Στη Συρία και το Ιράκ, ένας σημαντικός αριθμός χριστιανών εγκατέλειψε την στρατηγική της πρόσδεσης στο κράτος/καθεστώς επιλέγοντας να σχηματίσει ή να ενταχθεί σε ένοπλες οργανώσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο στην πρώτη φάση της εξέγερσης, αναζήτησαν και διεκδίκησαν μια νέα ταυτότητα του πολίτη που να συνάδει με την ανάπτυξη σύγχρονων, δημοκρατικών και κοινωνικά δίκαιων κρατών. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των αραβικών εξεγέρσεων οι διαθρησκευτικές συμμαχίες που βασίζονταν στην προστασία των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων αποδείχθηκαν μάλλον εύθραυστες και βραχύβιες.
Την περίοδο 2015-2018 η Ελλάδα προχώρησε στην διεθνή πρωτοβουλία για τον θρησκευτικό πλουραλισμό στην Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, με πολύ σημαντικές διεθνείς συναντήσεις και τη δημιουργία του Κέντρου/Παρατηρητηρίου για τον Θρησκευτικό Πλουραλισμό στη Μέση Ανατολή. Ασκώντας πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και προωθώντας σταθερά μια κουλτούρα διαλόγου και συναίνεσης, η Αθήνα παρείχε τη δυνατότητα στις θρησκευτικές κοινότητες της περιοχής να επιδιώξουν τη μεταξύ τους προσέγγιση, τη δημιουργία διαύλων και δικτύων επικοινωνίας, καθώς και την εμπέδωση μιας θετικής ατζέντας που προωθεί την ειρήνη, την ανεκτικότητα και τον πλουραλισμό. Δυστυχώς αυτή η επιτυχημένη πρωτοβουλία εγκαταλείφθηκε μετά την αποχώρηση του Νίκου Κοτζιά από το Υπουργείο Εξωτερικών στερώντας από την ελληνική εξωτερική πολιτική μια πλατφόρμα διαμεσολάβησης στις κρίσεις ης Μέσης Ανατολής, η οποία θα ήταν πολύ χρήσιμη σήμερα.
(Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Θρησκείας στη Μέση Ανατολή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Το βιβλίο του «Επανάσταση και Εξέγερση στη Μέση Ανατολή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg)